κατακολυμβηταί

κατακολυμβηταί
κατακολυμβητής
diver
masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κατακολυμβητής — κατακολυμβητής, ὁ (Α) [κατακολυμβώ] ο δύτης («ταῡτα δὲ ποιοῡσι καὶ οἱ κατακολυμβηταί, ὅταν εἰς βυθὸν ἑαυτοὺς ἀφῶσι», Αριστοτ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”